χαμαιρριφής

χαμαιρριφής
-ές, Ν
βλ. χαμαιριφής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαμαιριφής — ές, ΝΜΑ, και χαμαιρριφής Ν νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χαμαιριφής το φυτό χαμαίρωψ μσν. αρχ. 1. εγκαταλελειμμένος στη γη («χαμαιριφῶν παιδίων», Μέγα Ετυμολογικόν) 2. εκκλ. ταπεινωμένος 3. (για πρόσ.) περιφρονημένος αρχ. χαμηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”